Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ'.
Τῇ ὑπερμάχῷ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε· ἀλλ' ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοί· Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Κοντάκιο.
Σε σένα, Θεοτόκε, την Υπέρμαχο Στρατηγό
εγώ η Πόλη Σου αποδίδω με ευγνωμοσύνη
την ένδοξη νίκη, επειδή λυτρώθηκα απο τις
φοβερές συμφορές. Αλλά Συ, επειδή Έχεις
ακατανίκητη δύναμη, ελευθέρωσέ με από κάθε
είδος κινδύνου, για να Σου φωνάζω δυνατά:
Χαίρε, Νύφη ανύμφευτε.
Το γνωστό «Τη υπερμάχω στρατηγώ….» είναι το κοντάκιο του Ακάθιστου Ύμνου και όχι αυτός καθ΄ αυτός ο Ακάθιστος.
Κοντάκιο, (κοντάκιον), λέγεται συνήθως η απαρχή (το προοίμιο) Εκκλησιαστικών Ύμνων που εξ αυτού και μόνο ολόκληροι οι ύμνοι αυτοί χαρακτηρίζονται τελικά και ως κοντάκια. Αποτελεί δε ιδιαίτερο είδος της εκκλησιαστικής ποίησης που ιστορικά φέρεται να καλλιεργήθηκε περί τον 6ο - 7ο αιώνα.