«Τά χρόνια μετά τόν πόλεμο ήταν πολύ δύσκολα κι οι άνθρωποι αγωνίζονταν γιά νά ζήσουν. Εγώ, όπως σάς είπα, τήν εποχή εκείνη ήμουν στήν Πολυκλινική. Πολλά περιστατικά θυμάμαι απ’ τά χρόνια εκείνα. Ακούστε ένα από αυτά.
Η Έφη ήταν δεκαοκτώ χρονών κι έμενε τό καλοκαίρι μέ τούς γονείς της καί τόν αδελφό της στό Μπογιάτι. Είχαν περιβόλι μέ κηπευτικά καί τά πουλούσαν. Ένα βράδυ η μητέρα τής Έφης τήν έστειλε σ’ ένα μαγαζάκι εκεί κοντά, ν’ αγοράσει πετρέλαιο γιά τή λάμπα. Σημειώστε ότι δέν είχαν τότε ρεύμα.
Επιστρέφοντας πρός τό σπίτι, η Εφη συναντάει στό δρόμο ένα αγόρι, συμμαθητή της. Μιλούσαν γιά τά μαθήματα. Τό σημείο, όμως, πού είχαν σταματήσει βρισκόταν πίσω από ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Τή στιγμή εκείνη ...
Η Έφη ήταν δεκαοκτώ χρονών κι έμενε τό καλοκαίρι μέ τούς γονείς της καί τόν αδελφό της στό Μπογιάτι. Είχαν περιβόλι μέ κηπευτικά καί τά πουλούσαν. Ένα βράδυ η μητέρα τής Έφης τήν έστειλε σ’ ένα μαγαζάκι εκεί κοντά, ν’ αγοράσει πετρέλαιο γιά τή λάμπα. Σημειώστε ότι δέν είχαν τότε ρεύμα.
Επιστρέφοντας πρός τό σπίτι, η Εφη συναντάει στό δρόμο ένα αγόρι, συμμαθητή της. Μιλούσαν γιά τά μαθήματα. Τό σημείο, όμως, πού είχαν σταματήσει βρισκόταν πίσω από ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Τή στιγμή εκείνη ...