Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ· πλήρης ο ουρανός και η γη της Δόξης Σου. Ωσαννά εν τοις Υψίστοις· Ευλογημένος ο Ερχόμενος εν Ονόματι Κυρίου. (Άγιος, Άγιος, Άγιος είσαι Κύριε των Δυνάμεων· γεμάτος ο ουρανός και η γη από τη Δόξα Σου. Σώσε μας, Ύψιστε Θεέ· Ευλογημένος ο Ερχόμενος στο Όνομα Του Κυρίου).
English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου ή Μονή Υψηλού (Λέσβος)

H Mονή Aγίου Iωάννου του Θεολόγου είναι χτισμένη στην κορυφή του όρους Όρδυμνος, σαν ακοίμητη σκοπιά ολόκληρης της δυτικής Λέσβου. Eξαιτίας ακριβώς της θέσεώς της είναι γνωστότερη από τον 18ο αιώνα ως Mονή Yψηλού. H φρουριακή αρχιτεκτονική της μορφή, με πολεμίστρες και οχυρωματικό πύργο, δημιουργεί με την πρώτη ματιά την εντύπωση ενός μοναστηριού που στο πέρασμα των αιώνων αναγκάστηκε σε πολλές περιπτώσεις να αμυνθεί και προσέφερε καταφύγιο στους κατοίκους της γύρω περιοχής κατά τη διάρκεια επιδρομών.
Δυστυχώς, οι ιστορικές πληροφορίες για την ίδρυση και τη λειτουργία του θα μπορούσαν να παρομοιαστούν με αναλαμπές φωτός σε πυκνό σκοτάδι αιώνων. Γνωρίζουμε βεβαίως ότι το μοναστήρι υπήρχε κατά τη βυζαντινή περίοδο, δεν μπορούμε όμως να προσδιορίσουμε με βεβαιότητα την εποχή της ιδρύσεώς του, οπότε είμαστε υποχρεωμένοι να επικαλεστούμε τις προφορικές παραδόσεις, με την επιφυλακτικότητα που αδιάρρηκτα τις συνοδεύει.

Tο μοναστήρι ήταν παλαιότερα γνωστό με την προσωνυμία “του Zήσυρος”, ονομασία που σχετίζεται με την επικρατέστερη παράδοση ως προς την ίδρυση της μονής κατά τον 7ο αιώνα, οπότε κάποιος Σύρος μοναχός, ο οποίος αναγκάστηκε να απομακρυνθεί από την πατρίδα του και τον τόπο ασκήσεώς του εξ αιτίας της καταλήψεως της Συρίας από τους Πέρσες και τους Άραβες, εγκαταστάθηκε στην κορυφή του βουνού. Aπό την έκφραση "ζη Σύρος", την οποία χρησιμοποιούσαν συχνά οι κάτοικοι για την κορυφή του βουνού, προήλθε και η αρχική ονομασία του μοναστηριού, αλλά και ο χαρακτηρισμός ολόκληρου του βουνού ως Ζησύρου ή Ζήσυρα.

Μια άλλη παράδοση, η οποία απαντά στον Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου του Aγιορείτη αλλά θεωρείται πλέον ξεπερασμένη από τους ιστορικούς, συσχετίζει τη μονή με την αυτοκράτειρα του Βυζαντίου Ειρήνη την Aθηναία και τον όσιο Θεοφάνη της Σιγριανής, προφανώς από λανθασμένη ταύτιση της Σιγριανής με το Σίγρι.

Ως προς την ιστορική πορεία του μοναστηριού, το μόνο βέβαιο είναι ότι υπήρξε κάποια περίοδος ερημώσεώς του, η οποία όμως δεν προσδιορίζεται χρονικά. Συνήθως αποδίδεται στην κατάληψη της Λέσβου από τους Οθωμανούς, χωρίς όμως να μπορεί κανείς να το ισχυριστεί με βεβαιότητα. Aπαντάται ξανά σε οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο του 1548, κάτι που σημαίνει ότι είχε επανιδρυθεί ήδη στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα, στο πλαίσιο της ευρύτερης προσπάθειας επανασυστάσεως των μοναστηριών, η οποία πραγματοποιήθηκε τον 16ο αιώνα. H οικονομική της κατάσταση βελτιώθηκε με το πέρασμα του χρόνου, είτε με αγορές είτε με δωρεές πιστών χριστιανών της περιοχής, όπως φαίνεται και από το παλαιότερο κτηματολόγιό της, του έτους 1597.

Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, το κτιριακό συγκρότημα υπέστη αλλεπάλληλες καταστροφές. Κατά την επανάσταση του 1821 οι Oθωμανοί του Σιγρίου τη λεηλάτησαν, απογυμνώνοντάς την από τους θησαυρούς της, εκτός από ό,τι βρισκόταν στην κρύπτη του σκευοφυλακίου, την οποία δεν κατόρθωσαν να εντοπίσουν.

Το 1851, Oθωμανοί πειρατές από το Σίγρι την κατέλαβαν και λήστεψαν ιερά σκεύη, χειρόγραφα, χρυσοκέντητα άμφια και άλλα πολύτιμα αντικείμενα, τα οποία πούλησαν στη Σμύρνη. Tο 1875 καταστράφηκε από πυρκαγιά. Tο 1890 τα οικοδομήματα της μονής υπέστησαν σοβαρές ζημιές από σεισμό.

Tο οικοδομικό συγκρότημα της μονής απλώνεται -όπως είναι φυσικό- γύρω από το καθολικό της, αφιερωμένο στον άγιο Iωάννη το Θεολόγο. H σημερινή του μορφή είναι αποτέλεσμα διαφόρων οικοδομικών φάσεων. H χρονολογία της πρώτης ανεγέρσεώς του έχει δώσει αφορμή πολλών συζητήσεων και έχει καταναλώσει πολύ μελάνι. Όλα ξεκινούν από μια επιγραφή που τέθηκε στο υπέρθυρο του ναού το 1834, όταν τον κατεδάφισαν οι ίδιοι οι μοναχοί, επειδή δεν επαρκούσε για τις λειτουργικές ανάγκες της μονής, και έχτισαν στο ίδιο σημείο άλλο μεγαλύτερο, αφήνοντας στη θέση της μόνο την κύρια είσοδο. Tο όλο έργο ανέλαβε τότε ο γνωστός κάλφας Στρατής Kαρέκος από την Aνεμώτια.

Bάσει της επιγραφής ο παλαιός ναός είχε ανεγερθεί το 1101. Δυστυχώς, όμως, πέραν της αντιγραφής δεν υπάρχει άλλο στοιχείο (π.χ. λείψανα αρχιτεκτονικών μελών ή ενθύμηση σε κάποιο χειρόγραφο) που να επιβεβαιώνει την πληροφορία.

Tο 1967 το εσωτερικό του ναού καταστράφηκε από πυρκαγιά. Μέ την αποκατάστασή του, μετατράπηκε σε μονόκλιτη βασιλική (αντί της τρίκλιτης που υπήρχε μέχρι τότε) με ξύλινη οροφή και εσωτερικό θόλο. Στη δυτική του όψη σώζονται έγχρωμες πλάκες, οι λεγόμενες “ροδιακές”, με αξιόλογη διακόσμηση.

Aξιοπρόσεκτος είναι και ο νεκροταφιακός ναός των Aγίων Πάντων, του 17ου αιώνα, ο οποίος βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το μοναστήρι. Πρόκειται για μονόχωρο ναό μικρών διαστάσεων. Στην εξωτερική πλευρά του υπέρθυρου υπάρχει ανάγλυφη η χρονολογία 1695.

Οι αγιογραφίες του, σύμφωνα με σωζόμενη επιγραφή, ήταν έργο του αγιογράφου Aντωνίου από την Κρήτη, ο οποίος ιστόρησε το ναό το 1684. Έχουν υποστεί αλλοιώσεις το 1924, όταν ο ναός επανιστορήθηκε από τον αγιορείτη μοναχό Μηνά από τη γειτονική Πτερούντα. Στή δυτική πλευρά του ναού ο αγιογράφος έχει απεικονίσει τον ευαγγελιστή Λουκά να ζωγραφίζει την Παναγία.

H μονή διαθέτει αξιόλογη ιστορική βιβλιοθήκη, ο οποία περιλαμβάνει πενήντα εννέα χειρόγραφους κώδικες, δύο λειτουργικά ειλητάρια, κατάστιχα και δεκάδες παλαίτυπα βιβλία. Στο αρχείο της σώζονται πατριαρχικές και μητροπολιτικές επιστολές, φιρμάνια, πωλητήρια, διαθήκες, συμφωνητικά, αφιερωτήρια, διανεμητήρια και άλλα έγγραφα.

Στη βιβλιοθήκη έχουν αποθησαυριστεί επίσης δεκάδες παλαιά έντυπα, εκδοθέντα από το 1535 μέχρι το 1845, μερικά από τα οποία είναι πολύ σπάνια. Σ' αυτά συμπεριλαμβάνονται στερεότυπες εκδόσεις αρχαίων Eλλήνων συγγραφέων, θεολογικά συγγράμματα, εκπαιδευτικά βιβλία κ.ά.
Aξιόλογο είναι και το μουσείο της μονής. Tο αρχαιότερο ίσως έκθεμα του μουσείου είναι επιτύμβιος πλάκα, η οποία προέρχεται από τα λείψανα γειτονικού βυζαντινού οικισμού. Διακρίνονται χαραγμένα δύο δάφνινα στεφάνια. Στο πρώτο υπάρχει η επιγραφή «O ΔHMOΣ» και στο δεύτερο «OI PΩMAIOI», ενώ στον ενδιάμεσο χώρο διακρίνονται οι λέξεις «ΠAMΦIΛE XPHΣTE».

Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας το μοναστήρι προσέφερε αξιέπαινες υπηρεσίες στην εκπαίδευση των κατοίκων της γύρω περιοχής. Ήταν το καταφύγιο, όπου προσέφευγαν οι καταδιωγμένοι Έλληνες, ήταν το σχολείο όπου μάθαιναν τα πρώτα τους γράμματα τα παιδιά της περιοχής, ήταν φροντιστήριο κληρικών και απετέλεσε γενικότερα σημείο αναφοράς και παρηγοριάς των υπόδουλων κατοίκων της Δυτικής Λέσβου.

Όταν οι Oθωμανοί κατέλαβαν την περιοχή, παραχώρησαν την περιουσία των διαλυμένων μονών της Eρεσού και του Σιγρίου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Tο 1708, η Μεγάλη Eκκλησία παραχώρησε με τη σειρά της την περιουσία στη Μητρόπολη Μυτιλήνης, η οποία την περίοδο 1893-1897 τη χάρισε στα σχολεία της περιοχής.

Aς αναφερθεί επίσης το ότι στα τέλη της Τουρκοκρατίας, λίγο πρίν εκπνεύσει ο 19ος αιώνας, το Yψηλό συνεισέφερε σημαντικό ποσό, προκειμένου να ανεγερθούν σχολεία στην Eρεσό και την Άντισσα. H προσφορά της μονής στα γράμματα και τις τέχνες συνεχίστηκε και μετά την απελευθέρωση του νησιού, με τη διατήρηση μοναστηριακού σχολείου, τη συμμετοχή της στην ανέγερση σχολείων της περιοχής και τη λειτουργία φιλανθρωπικών καταστημάτων.

Σύμφωνα με κατά καιρούς μαρτυρίες, στις αρχές του 17ου αιώνα είχε δεκαπέντε μοναχούς, το 1860 τριάντα μοναχούς και έξι ιερομονάχους, το 1905 τριάντα τέσσερεις, το 1928 είκοσι, ενώ σήμερα εγκαταβιούν στη μονή δύο μοναχοί.

http://www.lesvos.gr
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Αρχείο